- ἀκρωτηριάζει
- ἀκρωτηριάζωcut offpres ind mp 2nd sgἀκρωτηριάζωcut offpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
безмѣна — (1*) ?: не прв(д)нии и пагубниці грѣху. взнѣщающе огнь. и пожагающе домъ д҃швьныи и все оубо сожженье. сдѣвающе. сде же попалѩюще. овъ (з)де же безмѣна с(ъ)тварѩюще. (ἀκρωτηριάζει) ФСт XIV, 206в … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αυτοακρωτηριασμός — ο·1. το να ακρωτηριάζει κανείς τον ίδιο τον εαυτό του, να κόβει μέλη του σώματός του 2. τραύμα ή ακρωτηριασμός που προκαλεί κάποιος στον εαυτό του για να επιτύχει στρατιωτική απαλλαγή ή αποζημίωση … Dictionary of Greek
κολοβωτής — κολοβωτής, ὁ (Μ) [κολοβώ] αυτός που ακρωτηριάζει κάτι … Dictionary of Greek
μελοκόπος — μελοκόπος, ον (Α) αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο κόπος] … Dictionary of Greek
ρινοκολούστης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Ηρακλέους) αυτός που ακρωτηριάζει μύτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + κολούστης (< κολούω «περικόπτω»)] … Dictionary of Greek